- γκιόσα
- η(λ. σλαβ.)1. γερασμένη προβατίνα ή κατσίκα που σταμάτησε να γεννά.2. μτφ., γυναίκα γερασμένη και άσχημη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γκιόσα — η 1. γερασμένη γίδα ή προβατίνα που δεν γεννά πλέον 2. γερασμένη, άσχημη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) gjosa < (σλαβ.) kozje] … Dictionary of Greek